- ἄναιμα
- ἄναιμοςbloodlessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άναιμα — τα Ζωολ. η μια από τις δύο κύριες υποδιαιρέσεις τού ζωικού βασιλείου, κατά τον Αβδηρίτη φιλόσοφο Δημόκριτο. Αργότερα την ίδια ακριβώς διάκριση χρησιμοποίησε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα άναιμα κατέταξε όλα εκείνα τα ζώα που δεν είχαν κόκκινο… … Dictionary of Greek
Зоология — наука о животных, составляет часть науки о живых существах, биологии. Предметом ее служит изучение животного мира по отношению к строению и отправлениям тела животных, их развитию, распределению по земле, взаимным отношениям их по строению и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Histoire des animaux (Aristote) — Pour les articles homonymes, voir Histoire des animaux. L’Histoire des Animaux (Grec ancien Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι ; Latin Historia Animalium) est un ouvrage zoologique écrit en langue grecque vers 343 av. J. C. par Aristote. Le traité d… … Wikipédia en Français
άναιμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αίμα: Υπάρχουν ζώα άναιμα. 2. αναιμικός, άτολμος: Είναι άναιμος άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)